Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Ολιβερ Σακς: Φως αγάπης στα σκοτάδια του μυαλού



Εχει χαρακτηριστεί ως «ο ποιητής της Ιατρικής» γιατί κατάφερε μέσα από τα βιβλία του, να μοιραστεί μαζί μας δύσκολα νευρολογικά περιστατικά, αναδεικνύοντας πάντα το μεγαλείο της ζωής και της αγάπης.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 06/09/2015 05:45


Πηγή: REUTERS/Elena Seibert

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΣΟΥΦΛΕΡΗ

«Δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι δεν φοβάμαι. Αλλά το κυρίαρχο συναίσθημά μου είναι η ευγνωμοσύνη. Εχω αγαπήσει και έχω αγαπηθεί. Μου δόθηκαν πολλά και έχω δώσει κάτι ως αντάλλαγμα. Εχω διαβάσει και ταξιδέψει και σκεφτεί και γράψει. Είχα μια συνομιλία με τον κόσμο, την ιδιαίτερη συνομιλία των συγγραφέων και αναγνωστών. Πάνω απ' όλα, έχω υπάρξει ένα συνειδητό ον, ένα σκεπτόμενο ζώο πάνω σε αυτόν τον υπέροχο πλανήτη, και αυτό από μόνο του ήταν ένα τεράστιο προνόμιο και περιπέτεια».

Ετσι κατέληγε το άρθρο-επιστολή στους «Times» της Νέας Υόρκης με το οποίο ο Ολιβερ Σακς, νευρολόγος, συγγραφέας και όχι μόνο, ανακοίνωνε στις 19 Φεβρουαρίου 2015 ότι του έμεναν λίγοι μόνο μήνες ζωής. Η είδηση γέμισε απογοήτευση τα εκατομμύρια των αναγνωστών του σε ολόκληρο τον κόσμο που περίμεναν με αγωνία τα επόμενα βιβλία του. Και η απογοήτευση έγινε θλίψη την περασμένη Κυριακή 30 Αυγούστου, όταν ο μεταστατικός καρκίνος που είχε εγκατασταθεί στο ήπαρ του νίκησε τον 82χρονο Σακς.

Παρακαλώ ας μου επιτραπεί εδώ ο προσωπικός τόνος: αισθάνθηκα βαθύτατη θλίψη και αίσθηση απώλειας στην είδηση του θανάτου του Ολιβερ Σακς. Είχα την τύχη να τον συναντήσω στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη στην αρχή της δημοσιογραφικής διαδρομής μου, αλλά δεν τον γνώρισα εκεί. Η γνωριμία μας, ή μάλλον η δική μου μαζί του, είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, όταν τυχαίως είχα ανακαλύψει το βιβλίο του με τον ευρηματικό τίτλο «The man who mistook his wife for a Hat» (ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο) και στη συνέχεια αναζήτησα ό,τι είχε γράψει μέχρι τότε. Αυτή η αναμονή για το επόμενο βιβλίο ή άρθρο του Σακς είναι μια σταθερά της ζωής μου τα τελευταία 20 χρόνια. Πήρα λοιπόν πολύ προσωπικά αυτή τη φράση του για «την ιδιαίτερη συνομιλία των συγγραφέων και αναγνωστών» και θα ήθελα να εξομολογηθώ ότι αισθάνομαι τεράστια την ευθύνη να σας κάνω κοινωνούς του έργου του και της ζωής του.


Με σχεδία τη Χημεία
Τα της ζωής του περιέγραψε ο ίδιος ο Σακς στα δύο αυτοβιογραφικά βιβλία του, «Uncle Tungsten» (Ο θείος Βολφράμιο) και «On the move» (Εν κινήσει). Στο πρώτο, ο γεννημένος στο Λονδίνο το 1933 Σακς περιγράφει την παιδική ηλικία του, με έμφαση στη σωτήρια για την ψυχή του ενασχόληση με τη Χημεία. Οπως μπορεί κανείς να πληροφορηθεί και από το δεύτερο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, το οποίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ λίγο μετά την ανακοίνωση της ασθένειάς του, το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχε ως συνέπεια ο ίδιος και ο αδελφός του να μεταφερθούν για τέσσερα χρόνια εσωτερικοί σε ένα βάναυσο σχολείο. Το μόνο που μπορούσε να προσφέρει παρηγορία στο χάος της ζωής του ήταν η κανονικότητα του περιοδικού πίνακα και ο μικρός Ολιβερ ανέπτυξε ένα πάθος με τη Χημεία και τον φυσικό κόσμο, που τον ακολούθησε σε ολόκληρη τη ζωή του. Μπορεί η Χημεία να τον διέσωσε, αλλά η τραυματική εμπειρία άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της: για το υπόλοιπο της ζωής του, σημειώνει στο «On the move», είχε πρόβλημα με τα τρία b - bonding, belonging, believing (το να συνδέεται, να ανήκει, να πιστεύει).
Οι σπουδές στην Ιατρική που ακολούθησαν ήταν γραμμένες στο DNA του Σακς. Ο πατέρας του ήταν παθολόγος και η μητέρα του μια από τις πρώτες γυναίκες χειρουργούς της Βρετανίας, κόρη επιφανούς εβραϊκής οικογένειας. Το θρησκευτικό συναίσθημα εμπόδισε τη μητέρα του να αποδεχθεί την ομοφυλοφιλία του γιου της, γεγονός που έκανε τον ήδη εσωστρεφή Σακς να κλειστεί ακόμη περισσότερο στον εαυτό του. Περνώντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Σακς θα βιώσει μια περίοδο φρενίτιδας, υποκύπτοντας στα πάθη του χωρίς καμία μετριοπάθεια: παίρνει αμφεταμίνες, εμπλέκεται με τον κόσμο της άρσης βαρέων βαρών, οδηγεί τη μηχανή του, κολυμπά, γράφει. Το γράψιμο (άρχισε να κρατά ημερολόγιο από την ηλικία των 14 ετών) και οι ασθενείς του γίνονται βαθμηδόν κυρίαρχα και ασκούν θεραπευτική επίδραση στη ζωή του. Μια ζωή όχι απλώς μοναχική, αλλά μοναστική, μέχρι την ηλικία των 77 ετών που ο έρωτας του χτυπά την πόρτα. Μέχρι τότε ο Σακς είναι ένας διάσημος συγγραφέας, τα βιβλία του οποίου βασίζονται σε περιπτώσεις ασθενών του.


Γιατρός με Γ κεφαλαίο
Οσοι δεν έχετε ποτέ διαβάσει Σακς, θα διερωτάσθε πώς είναι δυνατόν η αφήγηση της ασθένειας να μην είναι καταθλιπτικό ανάγνωσμα ή, ακόμη περισσότερο, να είναι θελκτικό ανάγνωσμα. Ε, λοιπόν, εδώ ακριβώς έγκειται η μαεστρία του Σακς, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι συγγραφική μαεστρία. Είναι η αλήθεια του, η ανθρώπινη και η ιατρική. Ο Σακς, μας παίρνει από το χέρι και μοιράζεται μαζί μας το ειλικρινές ενδιαφέρον του για τους ασθενείς του. Μας αφήνει να παρακολουθήσουμε την ιατρική εξέταση την ώρα που ο ίδιος προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει με τους ασθενείς του. Μας καθοδηγεί στη βιβλιογραφία την οποία ο ίδιος αναζητεί προκειμένου να καταλάβει. Και στην πορεία μάς μυεί στην τέχνη τού συμπάσχειν. Γιατί είναι εξαιρετικός γιατρός ο Σακς! Από αυτούς που θα ήθελε κανείς να έχει αν υπήρχε η ανάγκη. Είναι ο γιατρός που γνωρίζει τι έχουν γράψει οι παλαιότεροι συνάδελφοί του, αλλά και τι ανακαλύπτουν οι νεότεροι στα σύγχρονα ερευνητικά εργαστήρια. Είναι ο γιατρός που ξέρει να χρησιμοποιεί την τεχνολογία όταν του είναι απαραίτητη, αλλά βασίζεται στη δεινή παρατηρητικότητά του για να καταλήξει σε διάγνωση. Και το καλύτερο, δεν έχει έτοιμες λύσεις, γιατί έχει αποδεχθεί ότι κάθε ασθενής είναι μοναδικός, όπως μοναδικό είναι το DNA του και η προσωπική του ιστορία.


Ο χαμένος ναυτικός
Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση του Χαμένου Ναυτικού (The Lost Mariner), η οποία περιγράφεται στο βιβλίο «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο». Πρόκειται για έναν ασθενή μόλις 49 ετών που καταφτάνει το 1975 στον οίκο ευγηρίας όπου ο Σακς παρακολουθεί ασθενείς. Στο παραπεμπτικό του αναφέρεται ότι αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί, υποφέρει από άνοια, σύγχυση και αδυναμία προσανατολισμού. Από την αρχική εξέταση προκύπτει ότι ο Τζίμι ήταν ένας εγκάρδιος άνθρωπος που είναι σε θέση να δώσει λεπτομερείς πληροφορίες για τη ζωή του μέχρι την ηλικία των 19 ετών. Ολες οι αναμνήσεις του μετά το 1945, όπου ο Τζίμι υπηρετούσε στο Ναυτικό, έχουν χαθεί. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ο Σακς του δείχνει μια φωτογραφία της Γης τραβηγμένη από τη Σελήνη και σημειώνει την αντίδρασή του: «Εκτός αν ήταν ένας έμπειρος ηθοποιός, ένας απατεώνας που προσποιείται μια έκπληξη που δεν ένιωθε, η αντίδρασή του ήταν μια απολύτως πειστική απόδειξη ότι ζούσε στο παρελθόν. Τα λόγια του, τα αισθήματά του, ο αθώος θαυμασμός, η δυσκολία του να καταλάβει τι έβλεπε, ήταν ακριβώς αυτά ενός ευφυούς νεαρού άνδρα της δεκαετίας του σαράντα που ερχόταν αντιμέτωπος με το μέλλον, με κάτι που δεν είχε ακόμη συμβεί και που ξεπερνούσε τη φαντασία».

Η ενδελεχής εξέταση αποκαλύπτει ότι ο Τζίμι πάσχει από ένα σύνδρομο που πρωτοπεριέγραψε ο ρώσος γιατρός Σεργκέι Κόρσακοφ και φέρει το όνομά του. Το σύνδρομο προκύπτει από την κατάχρηση του αλκοόλ και στην περίπτωση του Τζίμι είναι ιδιαίτερα βαρύ. Ο ασθενής δεν έχει μόνο απολέσει τη μνήμη της προσωπικής ιστορίας του, αλλά αδυνατεί να συγκρατήσει για περισσότερο από μερικές στιγμές οτιδήποτε συμβαίνει στο παρόν. Αναγνωρίζει τον αδελφό του όταν έρχεται να τον επισκεφτεί (αν και θεωρεί ότι δείχνει γερασμένος πριν την ώρα του!), αλλά δεν αναγνωρίζει τις αδελφές νοσοκόμες που τον φροντίζουν καθημερινά. Ο γιατρός που συμπάσχει, θέλει να βοηθήσει τον Τζίμι που είναι «τόσο αξιαγάπητος, τόσο γρήγορος και ευφυής ώστε να είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν μπορεί να βοηθηθεί. Αλλά κανείς από εμάς δεν είχε ποτέ ξανασυναντήσει, ούτε καν φανταστεί τέτοια δυνατή αμνησία, τέτοια πιθανότητα ενός πηγαδιού μέσα στο οποίο τα πάντα, κάθε εμπειρία, κάθε γεγονός, θα έπεφτε χωρίς ελπίδα κατανόησης, μια απύθμενη τρύπα της μνήμης που θα κατάπινε ολόκληρο τον κόσμο».


Κηπουρική... θεραπεία
Εκτός από την αποστολή των σημάτων Μορς που θυμάται πολύ καλά, ο Τζίμι είναι ικανότατος και γρήγορος στη γραφομηχανή. Αλλά, όπως παρατηρεί ο Σακς, το γράψιμό του είναι μηχανικό, και η προσπάθειά του να τον ενεργοποιήσει μέσω αυτού αποτυγχάνει. Ο Σακς αναρωτιέται τι έχει απομείνει από την ψυχή αυτού του ανθρώπου και παίρνει την απάντησή του όταν ο Τζίμι παρακολουθεί την κυριακάτικη λειτουργία: «Ημουν συγκινημένος, βαθύτατα συγκινημένος και εντυπωσιασμένος καθώς διαπίστωσα μια ένταση και μια σταθερότητα της προσοχής και της συγκέντρωσης τις οποίες δεν είχα ξαναδεί σε αυτόν και για τις οποίες δεν τον είχα ικανό. Τον παρακολούθησα να γονατίζει και να λαμβάνει τη Θεία Κοινωνία και δεν είχα καμία αμφιβολία για την πληρότητα, την ολότητα της κοινωνίας, την τέλεια ευθυγράμμιση του πνεύματός του με το πνεύμα της λειτουργίας. Ηταν απολύτως απορροφημένος από το συναίσθημα. Δεν υπήρχε αμνησία, ούτε σύνδρομο Κόρσακοφ. Δεν φαινόταν στο έλεος ενός ελαττωματικού μηχανισμού. Ηταν απορροφημένος με όλο του το είναι σε μια ενέργεια που ενείχε συναίσθημα και νόημα σε μια οργανική συνέχεια και ενότητα, τόσο ενιαία που δεν επέτρεπε ρωγμές».

Στα εννέα χρόνια που ο Σακς έβλεπε τον Τζίμι, ο ασθενής του άρχισε να ασχολείται με την κηπουρική. Και ενώ αρχικά νόμιζε ότι δεν είχε ποτέ ξαναδεί τον κήπο στον οποίο εργαζόταν καθημερινά, βαθμηδόν γνωρίστηκε μαζί του τόσο ώστε ποτέ να μη χάνεται σε αυτόν, ενώ συνέχισε να μη βρίσκει το δωμάτιό του και να χάνεται στους διαδρόμους του ιδρύματος που τον φιλοξενούσε. Ο Σακς κλείνει το κεφάλαιο σημειώνοντας: «Ισως και να υπάρχει εδώ ένα φιλοσοφικό μαζί με το κλινικό μάθημα: ότι στο σύνδρομο Κόρσακοφ, ή στην άνοια, ή σε άλλες τέτοιες καταστροφές, όσο μεγάλη και αν είναι η οργανική βλάβη, παραμένει αμείωτη η πιθανότητα της επανένταξης μέσω της τέχνης, της συμμετοχής, του αγγίγματος του ανθρωπίνου πνεύματος, το οποίο φαίνεται να διατηρείται σε ό,τι αρχικά φαίνεται σαν μια απέλπιδα περίπτωση νευρολογικού ολέθρου».


Μουσική λύτρωση
Αν η κηπουρική έβγαζε τον Τζίμι από την άβυσσο της αμνησίας, στην περίπτωση του ανθρώπου που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο τον ρόλο αυτό έπαιξε η μουσική. Ο ασθενής, σεβάσμιος καθηγητής μουσικής ακαδημίας, άρχισε να πάσχει από προσωπαγνωσία (αδυναμία να αναγνωρίσει πρόσωπα) ως αποτέλεσμα της καταστροφής τμημάτων του οπτικού φλοιού του εγκεφάλου. Και ενώ χάιδευε τους πυροσβεστικούς κρουνούς που έπαιρνε για παιδιά και προσπαθούσε να φορέσει το πρόσωπο της συζύγου του για καπέλο, ο άνθρωπος αυτός γινόταν απολύτως λειτουργικός με τη μουσική του. Ετσι, όταν μετά την εξέταση ο Σακς ρωτήθηκε για τη διάγνωση, η απάντησή του ήταν η εξής: «Δεν μπορώ να σας πω τι πάει στραβά, αλλά μπορώ να σας πω τι πάει καλά μαζί σας. Είστε ένας υπέροχος μουσικός και η μουσική είναι η ζωή σας. Αυτό που θα σύστηνα, σε μια περίπτωση σαν τη δική σας, είναι μια ζωή που αποτελείται από μουσική. Η μουσική υπήρξε το κέντρο της ζωής σας, τώρα πρέπει να γίνει το όλον». Ο ασθενής ακολούθησε τη συμβουλή του και δίδασκε μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του.


Η όμορφη έξοδος
Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλά τέτοια παραδείγματα, αποκαλυπτικά της προσωπικότητας του Σακς, αλλά θα προτιμούσα να εκμεταλλευτώ τον υπόλοιπο χώρο που απομένει για να σημειώσω τον τρόπο με τον οποίο ο Σακς μάς αποχαιρέτησε. Στο άρθρο του στους «Τimes» σημειώνει: «Χαίρομαι από καρδιάς όταν συναντώ χαρισματικούς νέους ανθρώπους - ακόμη και αν πρόκειται για αυτόν που πραγματοποίησε τη βιοψία και διέγνωσε τις μεταστάσεις μου. Αισθάνομαι ότι το μέλλον είναι σε καλά χέρια». Σε άρθρο του με αφορμή τα επικείμενα τότε 80ά γενέθλιά του έλεγε: «Δεν πιστεύω και δεν έχω καμία επιθυμία για ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής άλλης από εκείνη στις αναμνήσεις των φίλων μου και την ελπίδα ότι κάποια από τα βιβλία μου ίσως συνεχίσουν να "μιλούν" στους αναγνώστες μου μετά τον θάνατό μου».

Και σε ένα από τα τελευταία άρθρα του: «Και τώρα, αδύναμος, με δυσκολία στην αναπνοή, με τους άλλοτε δυνατούς μυς μου να λιώνουν από τον καρκίνο, βρίσκω τις σκέψεις μου να πλανώνται όχι στο υπερπέραν και στο πνευματικό, αλλά στο τι σημαίνει να ζει κανείς μια καλή και αξιόλογη ζωή, να επιτυγχάνει ένα αίσθημα ειρήνης με τον εαυτό του. Βρίσκω τις σκέψεις μου να τείνουν προς το Σάββατο, την ημέρα της ξεκούρασης, την έβδομη μέρα της εβδομάδας, και ίσως την έβδομη μέρα της ζωής, τότε που μπορεί κανείς να πει ότι η δουλειά του έχει ολοκληρωθεί και με ήσυχη τη συνείδηση να ξεκουραστεί».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου